ημιάρτιον

From LSJ

Ἡρακλέους ὀργήν τιν' ἔχων → with a temper like Heracles', with a temper like Hercules'

Source

Greek Monolingual

ἡμιάρτιον, τὸ (Α)
1. μισός άρτος
2. (κατά τον Ησύχ.) «εἶδος ἄρτου ἡμικυκλώδες».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + άρτιον (< θ. αρτ- του άρτος + υποκορ. κατάλ. -ιον, πρβλ. παιδίον)].