ημιεδρικός

From LSJ

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που εμφανίζει ημιεδρίαημιεδρικός κρύσταλλος»).
επίρρ...
ημιεδρικώς καί -ά
με ημιεδρικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημιεδρία. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Α. Σπαθάρη].