ημιθέαινα

From LSJ

Πρὸς εὖ λέγοντας οὐδὲν ἀντειπεῖν ἔχω → Loquenti bene, quod contradicam, habeo nihil → Wenn einer gut spricht, kenn' ich keinen Widerspruch

Menander, Monostichoi, 464

Greek Monolingual

ἡμιθέαινα, ἡ (Α)
βλ. ημιθέα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + θέαινα, θηλ. του θεός.