θέαινα
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
English (LSJ)
ἡ, Ep. for θεά, goddess, in Hom. mostly in phrase πάντες τε θεοὶ πᾶσαί τε θέαιναι Il.8.5, cf. Od.8.341, al.; θεῶν τε καὶ θεαινῶν Antiph.81.3: in later Ep., Call.Dian.29.
German (Pape)
[Seite 1190] ἡ, die Göttinn; Il. 8, 5 Od. 8, 341; Antiphan. bei Ath. X, 423 c; Callim. Del. 29.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
déesse.
Étymologie: θεά.
Russian (Dvoretsky)
θέαινᾰ: ἡ эп. богиня (πάντες τε θεοὶ πᾶσαί τε θέαιναι Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
θέαινᾰ: ἡ, Ἐπ. ἀντὶ θεὰ (πρβλ. δέσποινα, λύκαινα, κλ.), συνήθ. ἐν τῇ φράσει πάντες τε θεοί, πᾶσαί τε θέαιναι Ἰλ. Θ. 5, Ὀδ. Θ. 341, κ. ἀλλ., ὃ μιμεῖται ὁ Ἀντιφ. Διδύμ. 3, θεῶν τε καὶ θεαινῶν.
English (Autenrieth)
= θεά, only pl.
Greek Monolingual
θέαινα, ἡ (Α)
επικ. τ. του θεά («πάντες τε θεοὶ πᾶσαί τε θέαιναι», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θεά].
Greek Monotonic
θέαινᾰ: ἡ, Επικ. αντί θεά, θεότητα, θεά, σε Όμηρ.