ημιμέταλλα

Greek Monolingual

τα
χημ. ομάδα στερεών χημικών στοιχείων με μεταλλική εμφάνιση και με ειδική ηλεκτρική αγωγιμότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. semimetal < semi- (πρβλ. ημι-) + metal (πρβλ. μέταλλο). Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Νικηφ. Θεοτόκη].