ημιμετάβολος

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός ο οποίος υφίσταται όχι τέλεια αλλά μερική προοδευτική μόνο μεταβολή, ο εν μέρει μεταβαλλόμενος
2. ζωολ. το ουδ. ως ουσ. τα ημιμετάβολα
τύπος ανάπτυξης τών εντόμων, με προοδευτικές προνυμφικές εκδύσεις και μεταμόρφωση συχνά ατελή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -μετάβολος (< μεταβάλλω), πρβλ. ευμετάβολος, παντομετάβολος.