παντομετάβολος

From LSJ

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source

German (Pape)

[Seite 464] Alles umsetzend (?).

Greek (Liddell-Scott)

παντομετάβολος: -ον, ὁ τὰ πάντα ἀνταλλάσσων ἢ πωλῶν, Γλωσσ.