ημιπάρθενος

From LSJ

Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt

Menander, Monostichoi, 383

Greek Monolingual

η
κόρη που επιδίδεται σε διαφόρων ειδών αφροδισιασμούς αλλά διατηρεί αλώβητο τον παρθενικό υμένα, η μειξοπάρθενος.