Οὔτοι ποθ' οὑχθρός, οὐδ' ὅταν θάνῃ, φίλος → One's enemy does not become one's friend when they die
ἡμιρρόπως (Α)επίρρ.1. με μισή κλίση2. μέτρια, ήσυχα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημίρροπος ή ημι- + -ρρο-πως (< -ρροπος < ροπή)].