τὸ αὐτοπροαίρετον τε καὶ αὐτεξούσιον → free will
ἡμισιάζω και ἡμισειάζω (Α) ήμισυςδιαιρώ κάτι σε δύο ίσα μέρη, διχοτομώ, μεσιάζω.