ημισιάζω

From LSJ

τὸ αὐτοπροαίρετον τε καὶ αὐτεξούσιον → free will

Source

Greek Monolingual

ἡμισιάζω και ἡμισειάζω (Α) ήμισυς
διαιρώ κάτι σε δύο ίσα μέρη, διχοτομώ, μεσιάζω.