ἡμισιάζω
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
Full diacritics: ἡμῐσιάζω | Medium diacritics: ἡμισιάζω | Low diacritics: ημισιάζω | Capitals: ΗΜΙΣΙΑΖΩ |
Transliteration A: hēmisiázō | Transliteration B: hēmisiazō | Transliteration C: imisiazo | Beta Code: h(misia/zw |
halve, Asclep.Tact.12.11: ἡμισειάζω, Hero *Geom.7.4 (Pass.), al.
ἡμισιάζω και ἡμισειάζω (Α) ήμισυς
διαιρώ κάτι σε δύο ίσα μέρη, διχοτομώ, μεσιάζω.