ημισπάθιον

From LSJ

πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο → every house had been crammed with soldiers

Source

Greek Monolingual

ἡμισπάθιον, τὸ (Α)
χειρουργικό εργαλείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + σπάθη «σπάτουλα»].