ημισυμερίτης

From LSJ

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source

Greek Monolingual

ἡμισυμερίτης, ο (Μ)
ο συμμέτοχος αποικίας, ημισειαστής, μορτίτης, καλλιεργητής ξένου κτήματος αμειβόμενος με το μισό της σοδειάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήμισυς + μερίτης «αυτός που μετέχει σε κάτι» (< μέρος)].