συμμέτοχος
English (LSJ)
συμμέτοχον, partaking with another in a thing, τινί τινος J.BJ1.24.6, cf. Ep.Eph.5.7: as substantive, joint owner, PLond.5.1733.52 (vi A.D.).
German (Pape)
[Seite 982] mit Anteil habend, N.T.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui participe à ; τινί τινος qui participe à une ch. avec qqn ; subst. ὁ συμμέτοχος celui qui participe à, partenaire de, gén..
Étymologie: συμμετέχω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμμέτοχος -ον [σύμμετέχω] deelnemend, deelhebbend, met gen. aan iets. ongunstig medeplichtig, met gen. met iem.
Russian (Dvoretsky)
συμμέτοχος: II ὁ соучастник, сотоварищ (τινος Arst.).
сопричастный (ἔθνη συμμέτοχά τινος NT).
English (Strong)
from σύν and μέτοχος; a co-participant: partaker.
English (Thayer)
(T WH συνμετοχος (cf. σύν, II. at the end)), συμμετοχον, partaking together with one, a joint-partaker: τίνος, of something, Josephus, b. j. 1,24, 6; Justin Martyr, Apology 2,13.)
Greek Monolingual
-η, -ο / συμμέτοχος, -ον, ΝΑ συμμετέχω
αυτός που μετέχει σε κάτι από κοινού με άλλον ή άλλους
νεοελλ.
αυτός που συμπράττει με κάποιον, συνεργός («συμμέτοχος στο έγκλημα»)
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ὁ συμμέτοχος
ο συνιδιοκτήτης.
Greek Monotonic
συμμέτοχος: -ον, αυτός που λαμβάνει μέρος σε κάτι μαζί με κάποιον, σύντροφος κάποιου, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
συμμέτοχος: -ον, ὁ μετέχων εἴς τι ὁμοῦ μετά τινος, τινί τινος Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 1. 24, 6· ὁ συμμέτοχός τινος, ὁ σύντροφός τινος, Ἀριστ. περὶ Φυτ. 1. 1, 22, πρβλ. Ἐπιστ. πρ. Ἐφεσ. ε΄, 7.
Middle Liddell
συμμέτοχος, ον,
partaking with another in a thing, the partner of another, NTest.
Chinese
原文音譯:summštocoj 沁-姆特-哦何士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:共-同-有(者)
字義溯源:同有分者,同為共享者,分擔者,同夥;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(μέτοχος)=有分者)組成,其中 (μέτοχος)出自(μετέχω)=分享或有分),而 (μετέχω)又由(μετά)*=同)與(ἔχω)*=持)組成
出現次數:總共(2);弗(2)
譯字彙編:
1) 同為⋯分享者(1) 弗3:6;
2) 同夥(1) 弗5:7