ημιτριταϊκός

From LSJ

οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen

Source

Greek Monolingual

ἡμιτριταϊκός, -ή, -όν (Α)
ημιτριταίος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + τριταϊκός (< τριταίος)].