ημιτριταίος

From LSJ

Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult

Source

Greek Monolingual

ἡμιτριταῖος, -αία, -ον (Α)
(για πυρετό) αυτός που επανέρχεται μετά διόμιση μέρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + τριταίος (< τρίτος)].