ἡμιτριταϊκός
From LSJ
English (LSJ)
ἡμιτριταϊκή, ἡμιτριταϊκόν, Ptol.Tetr.199.
German (Pape)
[Seite 1170] = ἡμιτριταῖος, halb dreitägig, vom Fieber, Medic.
Greek Monolingual
ἡμιτριταϊκός, -ή, -όν (Α)
ημιτριταίος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + τριταϊκός (< τριταίος)].