ημιτριώροφος

From LSJ

ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
(για κτίσματα) αυτός που έχει τρεις ορόφους, από τους οποίους ο πρώτος είναι ημιυπόγειος.