ἀλωπεκίζω πρὸς ἑτέραν ἀλώπεκα → Greek meets Greek | with the fox, be a fox
ἡμιόνιον, τὸ (Α) [[[ημίονος]])1. είδος φυτού που λέγεται και άσπληνον και σκολοπένδριον, τροφή αγαπητή στους ημιόνους2. (υποκορ. του ημίονος) μικρός ημίονος, μουλαράκι3. (κατά τον Ησύχ.) είδος πτηνού.