ηνιοστροφώ

From LSJ

γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → silence for all women is an ornament (Menander)

Source

Greek Monolingual

ἡνιοστροφῶ, -έω (AM) ηνιοστρόφος
μσν.
1. μτφ. διευθύνω, διοικώ, κυβερνώ
2. παθ. ἡνιοστροφοῦμαι, -έομαι
α) διευθύνομαι
β) παρασύρομαι από κάποιον
αρχ.
οδηγώ, διευθύνω κάτι με τον χαλινό, στρέφω τα ηνία.