ηπατοειδής
From LSJ
Τὰ πλεῖστα θνητοῖς τῶν κακῶν αὐθαίρετα → Ab ipsis fere parantur mala mortalibus → Von Sterblichen ist selbstgewählt das meiste Leid
Greek Monolingual
ἡπατοειδής, -ές (Α)
αυτός που μοιάζει στο σχήμα με το ήπαρ («ἡπατοειδὴς τῷ χρώματι», Διοσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήπαρ, -ατος + -ειδής < είδος].