ηπατοειδής

From LSJ

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source

Greek Monolingual

ἡπατοειδής, -ές (Α)
αυτός που μοιάζει στο σχήμα με το ήπαρ («ἡπατοειδὴς τῷ χρώματι», Διοσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήπαρ, -ατος + -ειδής < είδος].