ηπιάλης

From LSJ

γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετροςregion more fitting to beasts than men

Source

Greek Monolingual

ἠπιάλης και ἠπιόλης, ό (Α)
εφιάλτης, βραχνάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του ηπίαλος].