ηπιώ
From LSJ
πατρὶς γάρ ἐστι πᾶσ' ἵν' ἂν πράττῃ τις εὖ → homeland is where life is good | homeland is where it is good | ubi bene, ibi patria
Greek Monolingual
ἠπιῶ, -όω (Α) ἡπιος
1. αισθάνομαι τον εαυτό μου ελαφρότερο, είμαι καλύτερα («ἠπίωσε τῷ σώματι», Ιπποκρ.)
2. παθ. ἠπιοῦμαι, -όομαι
γλυκαίνομαι, γαληνεύω («ἠπιοῦσθαι ὑπὸ τῆς μουσικῆς», Φιλόδ.).