Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
ἠρέμιος, -α, -ον (Α) ηρέμα·1. ο ηρεμαίος2. το ουδ. ως ουσ. το ἠρέμιονη ανεμώνη.