θώκος

From LSJ

Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 68

Greek Monolingual

ὁ (Α θᾱκος και επικ. και ιων. τ. θῶκος, επικ. τ. και θόωκος, Μ θῶκος)
έδρα, κάθισμα
νεοελλ.
1. κάθισμα που ξεχωρίζει, που υπερέχει από τα άλλα
2. κάθισμα επίσημου προσώπου («προεδρικός θώκος»)
3. φρ. «οικολογικός θώκος» — η μικρότερη ομάδα βιοτόπου η οποία κατέχεται από έναν οργανισμό ή από ένα είδος
αρχ.
1. έδρα ιερέα
2. συνέδριο, συνέλευση, βουλή
3. αφοδευτήριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. θάκος < θάFακος, με συναίρεση. Σ' αυτόν τον τ. οδηγεί η γλώσσα του Ησύχ. θάβακον
θάκον ή θρόνον. Η προέλευση, όμως, του διαλεκτικού τ. θώκος < θόFακος ή θώFακος οδηγεί στην υπόθεση ότι και ο τ. θάκος ανάγεται σε θόFακος, απ' όπου το θάFακος (> θάκος) με προληπτική αφομοίωση. Κατ' άλλους, η λ. (με θ. θω- / θα-) συνδέεται με το τίθημι, θωμός, θαμά.
ΠΑΡ. αρχ. θακείον, θακεύω, θακώ, θάσσω, θοάζω.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αρχ. ερημόθωκος, κοινόθακος, σύνθακος, σύνθωκος, υψίθωκος].