θάμπος

From LSJ

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source

Greek Monolingual

το
το θάμβος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θάμβος.