θήιος

From LSJ

ὦ θάνατε, σωφρόνισμα τῶν ἀγνωμόνων → o death, chastener of the foolish | ο death, warning to the arrogant

Source

Greek Monolingual

θήιος, -ία, -ον, (Α)
(επικ. τ.) βλ. θείος (I).