Μισῶ σοφιστήν, ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who is not wise for himself → Odi professum sapere, qui sibi non sapit → Den Weisen hass' ich, der in eigner Sache Tor
θῆξις, ἡ (ΑΜ) θήγωμσν.ακόνημα («θῆξις ὀδόντων», Ευστ.)αρχ.1. (κατά τον Ησύχ.) «ροπή, στιγμή, τάχος»2. (η δοτ. ως επίρρ.) θήξειαμέσως, στη στιγμή, σε μια στιγμή.