Μισῶ πονηρόν, χρηστὸν ὅταν εἴπῃ λόγον → Cum recta fatur, improbum odi maxime → Den Schlechten hass' ich, wenn ein gutes Wort er spricht
θῆξις, ἡ (ΑΜ) θήγωμσν.ακόνημα («θῆξις ὀδόντων», Ευστ.)αρχ.1. (κατά τον Ησύχ.) «ροπή, στιγμή, τάχος»2. (η δοτ. ως επίρρ.) θήξειαμέσως, στη στιγμή, σε μια στιγμή.