θήξις

From LSJ

Μισῶ σοφιστήν, ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who is not wise for himself → Odi professum sapere, qui sibi non sapit → Den Weisen hass' ich, der in eigner Sache Tor

Menander, Monostichoi, 332

Greek Monolingual

θῆξις, ἡ (ΑΜ) θήγω
μσν.
ακόνημαθῆξις ὀδόντων», Ευστ.)
αρχ.
1. (κατά τον Ησύχ.) «ροπή, στιγμή, τάχος»
2. (η δοτ. ως επίρρ.) θήξει
αμέσως, στη στιγμή, σε μια στιγμή.