θαμνόβιος

From LSJ

ὁκόταν οὖν ταῦτα πληρωθέωσιν, ἐμωρώθη ἡ καρδίη· εἶτα ἐκ τῆς μωρώσιος νάρκη· εἶτ' ἐκ τῆς νάρκης παράνοια ἔλαβεν → now when these parts are filled, the heart becomes stupefied, then from the stupefaction numb, and finally from the numbness these women become deranged

Source

Greek Monolingual

-ο
(για ζώα και πτηνά) αυτός που ζει σε θάμνους, αυτός που συχνάζει σε θαμνώδη μέρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάμνος + -βιος < βίος. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Ευστ. Χρονόπουλο].