θανατογραφή

From LSJ

νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness

Source

Greek Monolingual

θανατογραφή, ή (Μ)
διαταγή μονάρχη που αξιώνει τον θάνατο κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάνατος + γραφή (< γράφω)].