θανατογραφή

From LSJ

περὶ ταῦτα οὕτω σφι νενομοθέτηται → it has been so ordained by law

Source

Greek Monolingual

θανατογραφή, ή (Μ)
διαταγή μονάρχη που αξιώνει τον θάνατο κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάνατος + γραφή (< γράφω)].