περὶ ταῦτα οὕτω σφι νενομοθέτηται → it has been so ordained by law
θανατογραφή, ή (Μ)διαταγή μονάρχη που αξιώνει τον θάνατο κάποιου.[ΕΤΥΜΟΛ. < θάνατος + γραφή (< γράφω)].