θεαιδέστατος

From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109

German (Pape)

[Seite 1190] = θεοειδέστατος, Antipho bei VLL., vielleicht richtiger θεειδέστατος, Buttm. Lexil. I p. 173.

Greek (Liddell-Scott)

θεαιδέστατος: τύπος ὃν λέγεται ὅτι μετεχειρίσθη ὁ Ἀντιφῶν ἀντὶ θεοειδέστατος, Ε. Μ. 444. 14, πρβλ. Α. Β. 263, Σουΐδ.