θεοκυδής

From LSJ

πολλὰ γάρ σε θεσπἰζονθ' ὁρῶ κοὐ ψευδόφημα (Sophocles' Oedipus Coloneus 1516f.) → For I see in you much prophecy, and nothing false

Source

Greek Monolingual

θεοκυδής, -ές (Α)
αυτός που τιμάται σαν θεός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -κυδής (< κύδος), πρβλ. μεγακυδής, φερεκυδής].