θεοκυδής

From LSJ

ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart

Source

Greek Monolingual

θεοκυδής, -ές (Α)
αυτός που τιμάται σαν θεός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -κυδής (< κύδος), πρβλ. μεγακυδής, φερεκυδής].