θεούπολις

From LSJ

ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → it is better in times of need to have friends rather than money, a friend in need is a friend indeed (Menander, Sententiae monostichoi 143)

Source

Greek Monolingual

θεούπολις, ἡ (Α)
(για την Αντιόχεια) η πόλη του θεού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φράση θεοῦ πόλις (πρβλ. Κωνσταντινούπολις].