θεσμοδοκώ
From LSJ
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
θεσμοδοκῶ, -έω (Α)
δέχομαι κάποιο νόμο, υπακούω σε κάποιο νόμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεσμός + -δοκώ < -δόκος < δέχομαι.