θεσμοφύλακας Search Google

From LSJ

Greek Monolingual

ο (ΑΜ θεσμοφύλαξ, Α και βοιωτ. τ. τεθμοφούλαξ) ο φύλακας τών θεσμών, τών νόμων, ο νομοφύλακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεσμός + φύλαξ, -κος].