θεωρῶ

From LSJ

Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist

Menander, Monostichoi, 373

Mantoulidis Etymological

(=βλέπω, παρατηρῶ, εἶμαι πρεσβευτής σέ μαντείο). Ἀπ τό θεωρός δωρ. θεαρός (θεαορός) ἀπό ρίζα θαϝ = θαυ + ϝορ τοῦ ὁρῶ ἤ καλύτερα ἀπό τό θεός + ὥρα (=φροντίδα) (θεωρός= πρεσβευτής, θεατής).
Παράγωγα: θεωρία, θεωρικός, θεωρικά (χρήματα = τά λεφτά πού ἔδιναν στούς φτωχούς, γιά νά παρακολουθοῦν κι αὐτοί τό θέατρο), θεώρημα, θεωρηματικός, θεώρησις, θεωρητέον, θεωρητής, θεωρητικός, θεωρητός, ἀθεώρητος, δυσθεώρητος.