φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air
θεῶ, -όω (ΑΜ) βλ. θεώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Προφανώς < υποτακτ. θεωθώ του παθ. αορ. εθεώθην του ρ. θεούμαι].