θηριοκτόνος

English (LSJ)

θηριοκτόνον, = θηροκτόνος, φάρμακον Eust.1416.14.

German (Pape)

[Seite 1209] Tiere tödtend, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

θηριοκτόνος: -ον, = θηροκτόνος, Εὐστ. 1416. 14.

Greek Monolingual

θηριοκτόνος, -ον (Μ)
βλ. θηροκτόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + -κτονος (< κτείνω), πρβλ. αδελφοκτόνος, εντομοκτόνος.