αδελφοκτόνος
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
Greek Monolingual
και αδερφοκτόνος, -ο (Α ἀδελφοκτόνος, -ον)
ως ουσ. ο φονέας του αδελφού ή της αδελφής του
νεοελλ.
1. ο φονέας αδελφού ή αδελφής ή και ομοεθνούς
2. ο εμφύλιος («αδελφοκτόνος πόλεμος»).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀδελφός + -κτόνος «φονεὺς» < κτείνω «φονεύω».
ΠΑΡ. αδελφοκτονία
αρχ.
ἀδελφοκτονῶ].