θηριομιξία

From LSJ

ἀλλ' οὐδὲν δεῖ παρὰ τὸν βωμόν σε βουλεύειν → better safe than sorry

Source

Greek Monolingual

θηριομιξία, ἡ (Α)
συνουσία με θηρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + -μιξία (< μικτός), πρβλ. αμιξία, επιμιξία].