θνασίδιον
From LSJ
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
English (LSJ)
Aeolic for θνησείδιον.
Greek Monolingual
θνασίδιον, τὸ (Α) επιγρ. (αιολ. τ. βλ. θνησείδιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αιολ. τ. του θνησείδιον].