θολοβάτης

From LSJ

ἐκ τῆς θαλάττης ἅπασα ὑμῖν ἤρτηται σωτηρίαyour safety altogether depends upon the sea

Source

Greek Monolingual

ο
τοίχος που κατασκευάζεται κάτω από θόλο και χρησιμεύει για τη στήριξη του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θόλος + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. τοιχοβάτης, χωροβάτης.