θουρώ

From LSJ

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source

Greek Monolingual

θουρῶ, -άω (Α) θούρος
(επικ. τ.) εφορμώ, επιπηδώ, βατεύω.