επιπηδώ
From LSJ
ἐν πιθήκοις ὄντα δεῖ εἶναι πίθηκον → in Rome we do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans | when in Rome, do like the Romans do | when in Rome | being among monkeys one has to be a monkey
Greek Monolingual
ἐπιπηδῶ, -άω (AM)
πηδώ πάνω σε κάποιον, εφορμώ («ἐπιρρύξας ἀγρίως αὐτοῖς ἐπιπηδᾷς», Αριστοφ.)
μσν.
πηδώ, χοροπηδώ
αρχ.
1. μτφ. πηδώ πάνω ή πέρα από κάτι («ἐπιπηδᾱν τῷ λόγῳ», Πλούτ.)
2. πηδώ κατεπάνω («ἐπιπηδᾱν ἐπὶ τὴν τιμωρίαν», Ιώσ.)
3. (για αρσ. ζώο) πηδώ επάνω, βατεύω
4. ορμώ, φέρομαι προς κάτι («ἐπιπηδᾱν τῇ τέχνῃ», Γαλ.).