θρασυμάχειος

From LSJ

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρασυμάχειος Medium diacritics: θρασυμάχειος Low diacritics: θρασυμάχειος Capitals: ΘΡΑΣΥΜΑΧΕΙΟΣ
Transliteration A: thrasymácheios Transliteration B: thrasymacheios Transliteration C: thrasymacheios Beta Code: qrasuma/xeios

English (LSJ)

v. θρασύμαχος.

Greek Monolingual

θρασυμάχειος, -α, -ον (Α) Θρασύμαχος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Θρασύμαχο.