θρασυμάχειος
From LSJ
ἀεὶ δ' ἀρέσκειν τοῖς κρατοῦσιν → always try to please your masters, always be obsequious to the masters
English (LSJ)
v. θρασύμαχος.
Greek Monolingual
θρασυμάχειος, -α, -ον (Α) Θρασύμαχος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Θρασύμαχο.