θρηνητέος
From LSJ
ἢ δεῖ σιωπᾶν ἢ λέγειν τὰ καίρια → you should either keep silence or make timely remarks (Menander)
Greek (Liddell-Scott)
θρηνητέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν πρέπει νὰ θρηνήσῃ τις, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ. οὐδ., πρέπει τις νὰ θρηνήσῃ, Ἀπολλών. παρὰ Στοβ. 617. 55.