θρηνητέος

From LSJ

Ἐσθλῷ γὰρ ἀνδρὶ τἆσθλὰ καὶ διδοῖ θεός → Bonis hominibus quid nisi bona det deus? → Dem edlen Mann gibt Gott auch das, was edel ist

Menander, Monostichoi, 141

Greek (Liddell-Scott)

θρηνητέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν πρέπει νὰ θρηνήσῃ τις, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ. οὐδ., πρέπει τις νὰ θρηνήσῃ, Ἀπολλών. παρὰ Στοβ. 617. 55.