θρονιτικός

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρονῑτικός Medium diacritics: θρονιτικός Low diacritics: θρονιτικός Capitals: ΘΡΟΝΙΤΙΚΟΣ
Transliteration A: thronitikós Transliteration B: thronitikos Transliteration C: thronitikos Beta Code: qronitiko/s

English (LSJ)

θρονιτική, θρονιτικόν, throne-shaped, συνψέλιον TAM2(1).210 (Sidyma).

Greek Monolingual

θρονιτικός, -ή, -όν (Α) θρονίτης
αυτός που έχει σχήμα θρόνου.