θρονιτικός
From LSJ
Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm
English (LSJ)
θρονιτική, θρονιτικόν, throne-shaped, συνψέλιον TAM2(1).210 (Sidyma).
Greek Monolingual
θρονιτικός, -ή, -όν (Α) θρονίτης
αυτός που έχει σχήμα θρόνου.