θρονιτικός
From LSJ
English (LSJ)
θρονιτική, θρονιτικόν, throne-shaped, συνψέλιον TAM2(1).210 (Sidyma).
Greek Monolingual
θρονιτικός, -ή, -όν (Α) θρονίτης
αυτός που έχει σχήμα θρόνου.
Full diacritics: θρονῑτικός | Medium diacritics: θρονιτικός | Low diacritics: θρονιτικός | Capitals: ΘΡΟΝΙΤΙΚΟΣ |
Transliteration A: thronitikós | Transliteration B: thronitikos | Transliteration C: thronitikos | Beta Code: qronitiko/s |
θρονιτική, θρονιτικόν, throne-shaped, συνψέλιον TAM2(1).210 (Sidyma).
θρονιτικός, -ή, -όν (Α) θρονίτης
αυτός που έχει σχήμα θρόνου.