θυσανία

From LSJ

Καλῶς πένεσθαι μᾶλλον (κρεῖττον) ἢ πλουτεῖν κακῶς → Inopia honesta potior opipus improbis → In Ehren arm ist besser als unehrlich reich

Menander, Monostichoi, 300

Greek Monolingual

η
εντομολ. γένος λεπιδόπτερων εντόμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. thysanie < thysan- (πρβλ. θύσανος) + -ie].