θωρακοτομία

From LSJ

Γλώσσης μάλιστα πανταχοῦ πειρῶ κρατεῖν → Linguae modum tenere praecipuum puta → Zumeist die Zunge such' zu zügeln überall | Zumeist bezäme deine Zunge überall

Menander, Monostichoi, 80

Greek Monolingual

η
ιατρ. χειρουργική τομή ή διάνοιξη του θωρακικού τοιχώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. thoracotomie < thoraco (πρβλ. θώραξ) + -tomie (πρβλ. -τομία < -τόμος < τέμνω)].