ιδανός

From LSJ

Ἐν νυκτὶ βουλὴ τοῖς σοφοῖσι γίγνεται → A nocte sapiens capere consilium solet → Die Weisen überkommt des Nachts ein guter Plan

Menander, Monostichoi, 150

Greek Monolingual

ἰδανός, -όν (Α)
ωραίος, κομψός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδείν (απρμφ. αόρ. β' του ορώ) + -ανός κατά τα ικ-ανός, πιθ-ανός. Η λ. χρησιμοποιείται ως επίθ. τών χαρίτων και παράγει το επίθ. ιδανικός].